🇬🇷 el en 🇬🇧

οπτική γωνία

  • (μεταφορικά) ο τρόπος που κάποιος αντιλαμβάνεται κάποιο ζήτημα ή θέμα, η προσωπική του προσέγγιση σ’ αυτό
point of view
Wiktionary Links